ἀπαγάγω

ἀπαγάγω
ἀπάγω
lead away
aor subj act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απάγω — απάγω, απήγαγα βλ. πίν. 135 Σημειώσεις: απάγω : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο τύπος απαγάγω στον ενεστώτα (βλ. και το ανάλογο φαινόμενο του κατάσχω, που προήλθε από τον αόριστο του κατέχω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”